- παιδέρως
- παιδέρωςholm-oakmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδέρως — παιδέρως, ωτος, ὁ (Α) 1. παιδεραστής 2. ποώδες φυτό τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν ως προς το χρώμα με τα φύλλα τής λεύκας και τα άνθη του χρησίμευαν στην κατασκευή στεφανιών 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. ερυθρό χρώμα για βάψιμο τού προσώπου… … Dictionary of Greek
παιδέρωσιν — παιδέρως holm oak masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδέρωτα — παιδέρως holm oak masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδέρωτας — παιδέρως holm oak masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδέρωτι — παιδέρως holm oak masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδέρωτος — παιδέρως holm oak masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAEDEROS — herba, quae alias caerefolium sive acanthus, unde paederotinas vestes Veterib. usitatas nomen traxisse nonnulli volunt. Sed herbae illae vim non habent tingendi, nec ullum follô vel flore colorem praeferunt, cuius nomne aut similitudo in vestes… … Hofmann J. Lexicon universale
παιδέρωτ' — παιδέρωτα , παιδέρως holm oak masc acc sg παιδέρωτι , παιδέρως holm oak masc dat sg παιδέρωτε , παιδέρως holm oak masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυπαιδερώτινος — ὀξυπαιδερώτινος, ον (Α) αυτός που έχει το έντονο πορφυρό χρώμα τού φυτού παιδέρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παιδέρως] … Dictionary of Greek
παιδερώτινον — παιδερώτινον, τὁ (Α) [παιδέρως] ερυθρό χρώμα για βάψιμο τού προσώπου, αλλ. παιδέρως … Dictionary of Greek